balanceo - ορισμός. Τι είναι το balanceo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι balanceo - ορισμός


balanceo      
sust. masc.
Acción y efecto de balancear o balancearse.
balanceo      
balanceo m. Acción de balancear[se].
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για balanceo
1. El vestido de noche junto a la alineación y balanceo.
2. Su nombre es Wii Fit y es un periférico con forma de plataforma capaz de detectar la presencia de peso y el balanceo, transmitiendo por Bluetooth los datos a la consola.
3. Videocámaras están captando las técnicas de balanceo de los jugadores de cricket diestros y la velocidad de golpe de los jugadores de tenis de mesa, todos en busca de maneras de obtener mejoras minúsculas.
4. Se metió en el área con el balanceo de un trompo, hizo un control como quien imanta una pelota, se la llevó pegada al pie y bailó con ella por toda el área chica desprendiéndose de Ustaritz y Aitor Ocio, que cayeron al suelo, confundidos.
5. Así, el portavoz de la Policía Nacional, Samuel Pagdilao, declaraba esta semana que la institución respeta los derechos de sus agentes homosexuales, pero que no tolerará ?conductas inapropiadas? como el balanceo de caderas en horas de servicio y otros actos ?lujuriosos?.
Τι είναι balanceo - ορισμός